συνεχόμενος

συνεχόμενος
η , ο[ν] смежный, соседний (о помещениях)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συνεχόμενος" в других словарях:

  • συνεχόμενος — συνόχωκα to be pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въпасти — ВЪПА|СТИ (405), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1. Упасть, рухнуть: ѿ лютыхъ ѡнѣхъ ранъ потомь въпадъ. лежаше на земли мьртвъ всь. ЖФСт XII, 135 об.; аще въпадеть врагъ твои. не радѹисѩ надъ нимъ ([ἐμ]πέσῃ) Пч к. XIV, 119; || провалиться: ѹчала бѣ рушитисѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • ενδελεχής — ές (AM ἐνδελεχής, ές) 1. συνεχόμενος, αδιάλειπτος («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῡς», ΠΔ 2. επίμονος, πολύ προσεκτικός («ενδελεχής έρευνα») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδελεχές ενδελέχεια* …   Dictionary of Greek

  • καταποδιαστός — ή, ό 1. αυτός που ακολουθεί κάποιον καταπόδι, από πίσω 2. αλλεπάλληλος, συνεχόμενος («καταποδιαστές επέσαν οι συφορές στο σπίτι του»). επίρρ... καταποδιαστά 1. χωρίς σταμάτημα 2. ο ένας μετά τον άλλο, στη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπόδι + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • κολλητός — ή, ό (AM κολλητός, ή, όν) [κολλώ] αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητή πολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφος νεοελλ. μσν. συνεχόμενος, πλαϊνός,… …   Dictionary of Greek

  • ομότοιχος — η, ο (Α ὁμότοιχος, ον) 1. αυτός που χωρίζεται από άλλον με μεσοτοιχία, με κοινό τοίχο, γειτονικός 2. (για κτήρια) αυτός που βρίσκεται παραπλεύρως, ο συνεχόμενος νεοελλ. φρ. «ομότοιχος ναύτης» ναύτης που ανήκει στην ίδια τοιχαρχία με άλλον ναύτη… …   Dictionary of Greek

  • παρυφαίνω — ΜΑ [υφαίνω] υφαίνω στα πλάγια ή κατά μήκος υφάσματος ή ενδύματος, σχηματίζω κατά την ύφανση παρυφή, γαρνίρω ταινία (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», Διόδ. β. «ἱμάτιον λευκόν, πῆχυν πορφυροῡν ἔχον παρυφασμένον», Πολυδ.) μσν. παρενείρω σε αφήγηση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πρόζα — η, Ν 1. ο πεζός λόγος 2. ο τρόπος να γράφει κανείς σε πεζό λόγο («γράφει σε πρόζα») 3. έργο γραμμένο σε πεζό λόγο («η πρόζα του είναι καλύτερη από την ποίησή του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prosa < λατ. prosa (oratio) «λόγος συνεχόμενος, που… …   Dictionary of Greek

  • πρόλογος — ο, ΝΑ [προλέγω] 1. προεισαγωγικό μέρος βιβλίου ή λόγου, προοίμιο 2. το πριν από το πρώτο χορικό άσμα μέρος τού δράματος 3. (από τον Ευρ. και μετά) μονόλογος που περιέχει διήγηση σχετικών με την υπόθεση τού δράματος γεγονότων, ο οποίος χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»